- προτρυγητήρ
- προτρυγητήρharbinger of the vintagemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προτρυγητήρ — ῆρος, ὁ, Α αστρον. αστέρας προς τα δεξιά τού αστερισμού τής Παρθένου, που ανατέλλει λίγο πριν από τον τρυγητή, αλλ. τρυγητήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τρυγητήρ (< τρυγῶ)] … Dictionary of Greek
προτρυγητῆρα — προτρυγητήρ harbinger of the vintage masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρυγητῆρες — προτρυγητήρ harbinger of the vintage masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρυγητῆρι — προτρυγητήρ harbinger of the vintage masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρυγητῆρος — προτρυγητήρ harbinger of the vintage masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Виндемиатрикс — ε Virginis Звезда Наблюдательные данные (Эпоха J2000) Прямое восхождение … Википедия
προτρυγητής — ὁ, Α ο προτρυγητήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τρυγητής «ονομασία αστερισμού» (< τρυγῶ)] … Dictionary of Greek
τρυγητήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. αυτός που συλλέγει τους ώριμους καρπούς και ιδίως τα σταφύλια, ο τρυγητής 2. ονομασία αστέρα, προτρυγητήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυγῶ (Ι) + κατάλ. τήρ* (πρβλ. τιμωρη τήρ)] … Dictionary of Greek